- μοναδισμός
- μον-ᾰδισμός, ὁ,A formation of monads,
τὰ γεννώμενα κατὰ -ισμόν Dam.Pr.193
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ γεννώμενα κατὰ -ισμόν Dam.Pr.193
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναδισμός — ο (Α μοναδισμός) νεοελλ. φιλοσοφικό σύστημα το οποίο δέχεται ότι το Σύμπαν αποτελείται από μονάδες αρχ. σχηματισμός μονάδων ή σχηματισμός από μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
μοναδισμόν — μοναδισμός formation of monads masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)